χαμαιλεοντικός

χαμαιλεοντικός
-ή, -όν, Μ [χαμαιλέων, -οντος]
1. αυτός που προσιδιάζει σε χαμαιλέοντα
2. (κατ' επέκτ.) ασταθής, ευμετάβλητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”